-
1 оперный
оперный της όπερας, μελοδραματικός· \оперный театр το θέατρο όπερας· η Λυρική σκηνή (в Греции)* * *της όπερας, μελοδραματικόςо́перный теа́тр — το θέατρο όπερας; η Λυρική σκηνή ( в Греции)
-
2 оперный
оперныйприл τοῦ μελοδράματος, τής ὀπερας:\оперный театр τό θέατρο ὀπερας, τό θέατρο μελοδράματος, ἡ ὀπερα· \оперный артист ὁ καλλιτέχνης τής ὀπερας, ὁ καλλιτέχνης τοῦ μελοδράματος. -
3 певец
певец м о τραγουδιστής· оперный \певец о τραγουδιστής της όπερας· эстрадный \певец о τραγουδιστής ελαφρού τραγουδιού· \певецйца ж η τραγουδίστρια* * *м; ж - певицаο τραγουδιστήςо́перный певе́ц — ο τραγουδιστής της όπερας
эстра́дный певе́ц — ο τραγουδιστής ελαφρού τραγουδιού
-
4 оперный
επ.της όπερας, μελοδραματικός•оперный театр θέατρο όπερας•
оперный артист καλλιτέχνης όπερας•
-ое либретто λιμπρέτο μελοδράματος.
|| μτφ. πομπώδης, στομφώδης. -
5 артист
артистм ὁ καλλιτέχνης, ὁ ἡθοποιός:о́перный \артист καλλιτέχνης (или ἡθοποιός) τής ὀπερας (или τοῦ μελοδράματος); народный \артист СССР ὁ καλλιτέχνης του λαού τής ΕΣΣΔ; заслу́женный \артист республики ὁ διακεκριμένος καλλιτέχνης τής Δημοκρατίας. -
6 оперный
[όπιρνυϊ] εκ. της όπεоперный [όπιρνυϊ] εκ. της όπερας -
7 оперный
[όπιρνυϊ] επ της όπεоперный[όπιρνυϊ] επ της όπερας -
8 опера
-ы θ.μελόδραμα, όπερα. || το θέατρο της όπερας.εκφρ.из другой -ы ή не из той -ы – (αστ. κ. ειρν.) άλλα γι άλλα λέει, -είναι εκτός θέματος.
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
κοντσερτάτο — (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες… … Dictionary of Greek
όπερα — Σκηνική δράση που βασίζεται σε ένα λιμπρέτο ολόκληρο μελοποιημένο. Αν και έχει κάποια μακρινή σχέση τόσο με τα μεσαιωνικά θρησκευτικά μυστήρια, που παρίσταναν πάθη και θαύματα, όσο και με θεάματα καθαρά κοσμικού περιεχόμενου, όπως μασκαράτες,… … Dictionary of Greek
Μότσαρτ, Βόλφγκανγκ Αμαντέους — (Wolfgang Amadeus Mozart, Σάλτσμπουργκ 1756 – Βιέννη 1791). Αυστριακός συνθέτης. Άντλησε ένα μεγάλο τμήμα των μουσικών του γνώσεων από τον πατέρα του Λεοπόλδο, ο οποίος προΐστατο της αυλικής ορχήστρας στην Αρχιεπισκοπή του Σάλτσμπουργκ, ενώ ήταν… … Dictionary of Greek
Κερουμπίνι, Λουίτζι — (Luigi Cherubini, Φλωρεντία 1760 – Παρίσι 1842). Ιταλός συνθέτης. Άρχισε να μελετά μουσική με τον πατέρα του, καθηγητή του κλαβεσέν, και αργότερα μετέβη στην Μπολόνια, όπου είχε δάσκαλο τον Τζουζέπε Σάρτι. Ταξίδεψε σε όλη την Ιταλία και το 1783… … Dictionary of Greek
λιμπρέτο — (libretto). Διεθνής όρος, που υποδηλώνει το λογοτεχνικό κείμενο των λυρικών έργων, των oρατορίων και των καντατών. Η ετυμολογία του πιθανολογείται ότι προέρχεται από τις διαστάσεις του τυπογραφικού σχήματος (η ιταλική λέξη libretto είναι το… … Dictionary of Greek
Περγκoλέζι Τζοβάννι Μπατίστα — (Pergolesi, Ιέζι Ανκόνα 1710 – Ποτσουόλι, Νεάπολη 1736). Ιταλός συνθέτης. Το πρόωρο ταλέντο του παρακίνησε τους παιδαγωγούς του να τον στείλουν να σπουδάσει βιολί και σύνθεση στο ωδείο της Νεάπολης. Οι βασικές γραμμές της κλίσης του, δηλαδή η… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek